
ώρα για αράχωβα
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό σου όταν ακούς τη λέξη “Αράχωβα”; Χιονοδρομικό. Lifestyle. Βουνό. Πετρόχτιστο χωριό. Φορμαέλα. Γκλίτσες. Πράσινο. Διασκέδαση. Σκιέρ. Όλα αυτά μαζί και το καθένα μόνο του είναι η Αράχωβα, η “βασίλισσα” όπως την αποκαλούν των χειμερινών προορισμών στην Ελλάδα, τίτλο που την βοήθησε να κερδίσει – πέραν της γραφικότητας, της ομορφιάς και του μεγάλου χιονοδρομικού – η εγγύτητά της με την Αθήνα.
Γιατί, εκτός από τους φανατικούς των χιονοδρομιών που κατέφταναν καθημερινά στο χωριό για ν’ απολαύσουν τον Παρνασσό, τις παλιές, καλές εποχές, οι “high” τύποι – οπαδοί του lifestyle, που δεν “χώραγαν” στα συνοικιακά καφέ και τις πλατείες της Αθήνας, “πεταγόντουσαν” μια βόλτα στην Αράχωβα για καφέ -προσχηματικά δηλαδή, γιατί ο καφές πολύ γρήγορα μετατρέπονταν σε ξεγυρισμένα κοψίδια συνοδεία φορμαέλας- για να επιστρέψουν το βράδυ στο κλεινόν άστυ και να συνεχίσουν την διασκέδασή τους.
Το σκεφτόμουν αυτό πριν λίγο καιρό, μια χειμωνιάτικη καθημερινή της εποχής της κρίσης, που για μια δουλειά πήγα στην Αράχωβα αυθημερόν.
Φεύγοντας από το πολύβουο και κλειστό κέντρο της πόλης, μόλις βγεις στην Εθνική οδό, μετά από μια ώρα και δέκα λεπτά (120 χλμ. περίπου) φτάνεις στο Κάστρο Βοιωτίας και από εκεί ακολουθώντας τις ταμπέλες που σε βάζουν στον επαρχιακό δρόμο μετά από 40-45 λεπτά για να φτάσεις στο χωριό. (Για την ιστορία, πληρώνεις δύο διόδια, στα 7.30 ευρώ).
Όσο ανηφορίζεις το βουνό ξαφνικά προβάλλει μπροστά σου ο πέτρινος πύργος με το τιμημένο ρολόι στην είσοδο της Αράχωβας.
Η Αράχωβα ήταν, είναι και θα παραμείνει διαχρονική αξία. Παρ’ ότι είναι νωρίς το απόγευμα μιας καθημερινής, η ζωή στη «βασίλισσα» του Παρνασσού κυλά κανονικά, σε ρυθμούς «τουριστικούς».
Τα καφέ και τα ταβερνάκια είναι φωτισμένα και στολισμένα, το ίδιο και τα μαγαζιά με τα παραδοσιακά προϊόντα και σε προκαλούν να μπεις και να ψωνίσεις με την πολυχρωμία και τα αρώματα τους.
Το καλύτερο βέβαια της καθημερινής, είναι ότι ουσιαστικά είναι σαν να έχεις το χωριό όλο δικό σου για να το χαρείς και να το περπατήσεις, όπως του αξίζει!
Χωρίς να σπρώχνεσαι από τον κόσμο, μπορείς να χαθείς στα καλντερίμια που θα σε ανεβάσουν μέχρι την κορυφή του οικισμού, στην εκκλησία του Άη Γιώργη, για να ξανακατέβεις μετά και να πιεις και ένα παραδοσιακό καφεδάκι ή να τσιμπήσεις λίγα μερακλίδικα μεζεδάκια με τσιπουράκι ντόπιο στο «Πανελλήνιον» (από το 1938), να δροσιστείς με το κρυστάλλινο νερό από την διπλή κρήνη πιο δίπλα, να πάρεις αρωματικά χαρμάνια από βότανα για τις κρύες νύχτες του χειμώνα στην Αθήνα.
Ετσι κι αλλιώς, είναι λίγες οι στιγμές που το χωριό θα μείνει μόνο για σένα και το ανανεωμένο χιονοδρομικό κέντρο του Παρνασσού, έχει βάλει για τα καλά το χεράκι του σ’ αυτό, αφού πλέον είναι καλύτερο από ποτέ: αναβαθμισμένο, με νέους υπερσύγχρονους αναβατήρες, νέες πίστες με εναλλαγές βαθμών δυσκολίας, πολλά προγράμματα για παιδιά και τον καλύτερο ίσως τιμοκατάλογο – σταθερό εδώ και οκτώ χρόνια – για να εξυπηρετήσει και τους πιο αδύναμους οικονομικά.
Κι αφού τα κάνεις όλα αυτά, κι αφού τιμήσεις τις γνωστές ταβέρνες στο Λιβάδι με κρεατοφαγία μέχρι τελικής πτώσης, μπορείς πάντα να γυρίσεις πίσω στην πόλη -έτσι κι αλλιώς, τον ίδιο χρόνο θα κάνεις, σαν να κατέβαινες από τα προάστια στο κέντρο της Αθήνας, μια απλή καθημερινή με κίνηση, πορείες, επισήμους…
Σχετικά

η μοναξιά του λεωνίδα

η bella μπελέτσι της πάρνηθας
Μπορεί επίσης να σας ενδιαφέρει

έγραψες
10 Ιουλίου 2015
η κατερίνα βρανά είναι ένα από τα πέντε πιο αστεία άτομα στον κόσμο
8 Δεκεμβρίου 2016